ομοήγορον

ομοήγορον
ὁμοήγορον (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ὅμοιον».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)-* + -ηγορος (< ἀγορά), πρβλ. μεγαλ-ήγορος, παρ-ήγορος, κατ-ήγορος. Το -η- τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”